Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

Εκεί που γεννήθηκα
Τίποτα πια δεν υπάρχει.
Το πατρικό μου σπίτι έγινε στάχτη
Κι εμένα δεν με θυμάται κανείς.

Οβίδες κατέστρεψαν τις αυλές
Από τα χρόνια μου τα παιδικά
Κάψανε και όλα τα δέντρα πια
Σε κάποια τζάκια πεινασμένα.

Δεν υπάρχει ούτε το σχολείο μου
Που ζούσε ολόκληρο αιώνα
Δεν υπάρχει κι ο δρόμος που περίμενα την κοπέλα
Το 'κάναν τυφλοσόκκακο κι αυτό.

Πούλησαν των φοιτητών τον κοιτώνα
Των ονείρων μου τα δωμάτια
Τα έκαναν γραφεία ανιαρά
Όπου σαπίζουν έγγραφα πολλά.

Όπου και να περάσω
Όλα είναι άγνωστα για μένα
Δε με θυμούνται ούτε οι δρόμοι.
Όσοι περνάνε δίπλα μου κοιτάζουνε λοξά.

Δε μπορώ τον εαυτό μου να γνωρίσω.
Έχασα ότι όμορφο είχα.
Σαν της ψυχής μου την πόρτα χτυπήσω
Δεν ανοίγει,είμαι ξένος και γι' αυτήν.


       
        ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ   ΓΙΟΚΑΝΟΒΙΤΣ

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Έχει και πάλι το παγκόσμιο θέατρο
απονείμει
τιμητικές διακρίσεις και βραβεία
στη χώρα μας.
Εδώ πρωταγωνιστούν οι πιο τελευταίοι
κομπάρσοι
κι αυτοί που αξίζουν θάβονται.
Εδώ χωρούν σε κρύπτες ειδικές
οι λαθρομετανάστες
και κάποια όρια μας εξασθενούν.
Εδώ οι διοξίνες βιταμίνες γίνονται
και τ' άνεργα πληρώματα εκτροφεία
θηραμάτων.
Εδώ τα οικονομικά εγκλήματα ανθούν
και κάποιοι διαλαλούν για το δημόσιο ήθος.
Εδώ περίοδος προσαρμογής δεν απαιτείται
κι η αντοχή των υλικών από τα πριν
συμφωνημένη.


        Δ.Ι. ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Κάθε βράδυ στη Γρανάδα,
κάθε βράδυ πεθαίνει ένα παιδί.
Κάθε βράδυ το νερό κάθεται
λιγάκι με τους φίλους να τα πει.

Οι νεκροί έχουν φτερά από μούσκλι.
Ο νεφελώδης άνεμος κι ο άνεμος ο καθαρός
δυο φασιανοί είναι που πετάνε στους πύργους
κι η μέρα είν' ένα αγόρι πληγωμένο.

Δεν κρατούσε ο αέρας μια κορυδαλλού ψιχάλα
όταν εγώ σ' αντάμωσα στου κρασιού τα σπήλαια.
Δεν κρατούσε το χώμα ούτε ψίχουλο σύννεφου
όταν πνιγόσουν στο ποτάμι.

Ένας γίγαντας νερού έπεσε πάνω στα όρη
και η κοιλάδα όλο κυλούσε με σκυλιά και με κρίνους.
Το σώμα σου,με τη βιολετί σκιά των χεριών μου,
ήταν,νεκρό στην όχθη,ένας κρύος αρχάγγελος.


              FEDERIKO  GARCIA  LORCA

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΔΙΣΤΙΧΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ

Σκι καλογριές σε στείλανε της Τήνος οι γονιοί σου
μα ευτού που πλιο ξεσκόλισες ειν' το γλυκό φιλί σου.

Τρέμει το φυλλοκάρδι μου για σένα και σαλεύει
ο αρίσκος νους μου ο Θεός τον που αγαπά παιδεύει.

Εγώ σε πήα για χορό τότες στο πανυγήρι
μα συ έγινες καλογριά μέσα στο μοναστήρι.

Ρίχνει καρέγλες ο βοριάς και βάρκες παίρνει σβάρνα
και τον Μαθιό τον αχαμνό κη Ρόδως απ' τη Βάρνα.

Της Ανεζώς της μήνυσα τη σκρόφα να ταίσει
μα ευτή για νύφη μου 'στειλε μια χήρα απο τη Βρύση.

Τραούδι αρχίζ' η Μαρουσώ πρωινό σαν την γαλιάντρα
ξαραθυμάει το κάστρο και μαζί του η Αλευκάντρα.

Των πεθαμένων οι ψυχές πλανιούνται ολόγυρα μας
δεν βρίσκουν πια τις πόρτες μας μα βλέπουν τα ονειρά μας.

Χάριζε την αστροφεγγιά,Θέ μου,σκοι απελπισμένοι
να μην ξανοίουν τον γκρεμόν όπου είναι κρεμασμένοι.

Γιάντα διστάζετε μωρέ,γκορίσια να φιλάτε
η ώρα ούτε ματάρχεται ούτε βαστά ως νοάτε.

Ο ύπνος είναι γόνδολα της Βενετιάς στου ονείρου
τις διώρυγες μας πλοηγεί,στις γέφυρες τ' απείρου.


              ΑΓΓΕΛΟΣ  ΠΑΡΘΕΝΗΣ

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΚΗΡΥΓΜΑ

Ίδια σφραγίδα πρόσφορου
σε μέρα ψυχοσάββατο
σφράγισε απόψε η ζωή
με θλίψη την ψυχή μου
και τα κομμάτια μοιρασιά
αντίδωρο ένα-ένα
στα χείλη φθάνουν
των πιστών που ζουν
για την Αγάπη.
Δίνω το ένα στον τυφλό
στον άστεγο το άλλο
κι ότι απομείνει αρπάζουνε
ο κλέφτης κι ο ζητιάνος.
Μ' ένα βλέμμα ασπάζομαι
το σχήμα της καρδιάς τους
και υποτάσσω το λαβείν
στην πεθυμιά του δούναι.
Σαν τελείωσε το κήρυγμα
μια μέρα ένας αγνώμων
στου ευεργέτη του άκουσα
τ' αυτιά να του ψελλίζει.
Ότι κι αν νιώθεις στη ζωή
μη ψάχνεις να βρεις άκρη
όλα ξεχνιούνται
κάποτε και οι πράξεις
και τα λόγια.
Κι έμεινα πάλι μόνη μου
με την ψυχή γεμάτη.


    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ  ΤΣΑΦΑΡΑ

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΝΟΜΙΣΑ

Νόμισα πως είδα τη νεκρή αγαπημένη μου γυναίκα
να μου τη φέρνουν σαν την Άλκηστη απ'τον τάφο,
αυτή που ο μέγας γιος του Δία ξανάδωσε
στον όλβιο άντρα της
κι άρπαξε σώζοντας από τα χέρια του θανάτου.
Παρέκει εκείνη σύγκορμη έτρεμε, χλομή.

Ήρθε ντυμένη ολόλευκα, πάναγνη καθώς οι λογισμοί της,
μ' ένα μαγνάδι έκρυβε το πρόσωπό της,
όμως στην υπνοφαντασιά μου,
έρωτας,καλοσύνη, τρυφερότη άστραφταν
στο πρόσωπο της,
τόσο καθάρια σαν μορφή του παραδείσου.
Αλλά αχ,την ώρα που έσκυβε να μ' αγκαλιάσει, ξύπνησα.
Εκείνη εχάθη κι η μέρα μου 'φερε ξανά τη  νύχτα μου.



               JOHN    MILTON    [1608-1674]

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

VOLUPTAS

Eλάτε,ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Μέσ' απ' τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ' τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της Ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε,ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι απάνω του-μεθυστικό πιοτό-
χυμένο το αλαβάστρινο σου σώμα.
Όμως αγάπη μη γυρεύεται  από μένα,
δε θα με ιδήτε εμπρός σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.

Μέσα  μου άγριες νιώθω πεθυμιές
και τις ερωτεμένες σας καρδιές
πως θα'θελα να μπορέσω να μασήσω
μέσ' τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω.

Δάκρυα δε θέλω,δε ζητώ,
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.

Ω τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα από της Μοίρας μου το αδράχτι
αφού θα νοιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.


           ΘΕΩΝΗ   ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ     [1885-1968]

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ

Ακουμπισμένα στο κωμό ήτανε τα στολίδια
και γυάλιζαν και είχανε τη λάμψη αστεριού.
Τα 'χε αφημένα η κυρά βραχιόλια δαχτυλίδια
σαν ξάπλωνε τα άφηνε στη φλόγα ενός κεριού.

Αχ.Τα στολίδια φαίνονταν στη φλόγα μαγεμένα
μέσα στην κάμαρα αυτή έκαναν λιτανείες
έμοιαζαν εικονίσματα που ήταν φιλημένα
και άκουσαν στο διάβα τους χιλιάδες ψαλμωδίες.

Κάποια Αφρικάνα φόραγε κολιέ από ρουμπίνι
πάνω στο μαύρο της λαιμό,πάνω σε μια σχεδία.
Τώρα αφημένα στο κωμό,τα μάγια ποιος τα λύνει;
Ποιος θα μεθύσει απόψε την Πυθία;

Κι όλη τη νύχτα χόρευαν σε κοραλλένια χέρια
σε εξωτικά νησιά σε μαγεμένους κήπους.
Η λάμψη τους ήταν όμοια,όμοια με τ'αστέρια
και τα ρουμπίνια της καρδιάς ε μέτραγαν τους χτύπους.

Στολίδια που περπάτησαν σε ξακουσμένες σάλες
βρίσκονται σε ένα κωμό από καρυδιά.
Δεν θα υπάρξουνε βραδιές.Δεν θα υπάρξουν άλλες.
Να στολιστεί το χέρι.Να νοιώσει χτύπο η καρδιά.
   

        ΒΑΣΙΛΙΚΗ    ΣΤΑΜΟΥ

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ

Πηγαίνετε στο διάβολο
ώ τέρατα τεράτων
ώ πόλεων κατακτηταί
και νήσων απωτάτων
ώ βδέλαι πάσης δόξης μας
και κόπων μας ατρύτων
με την βουλή των λόρδων σας
και την των κοινοτήτων.
Με τις παχειές ομίχλες σας
και τα πολλά σας χιόνια
με τις πολλές τις λίρες σας
και τα ναπολεόνια,
με Ουίγους,Τόρεις,Ιρλανδούς
και τους πολλούς χαλέδες
και με τους σπουδαιοφανείς
και τόσους ρεμπεσκέδες.
Πηγαίνετε στον διάβολο
με τον Τζων-μπούλ εκείνον
με τους στρατούς τους στόλους σας
και όλο το λονδίνον.
Μ' εκείνες τις Μι λαίδες σας
και όλες σας τις Λαίδες
τις κρύες,τις ανάλατες
με τις πλατειές ρουθούνες
που κοκκινίζουν στη στιγμή
ωσάν τις παπαρούνες.


      ΓΕΩΡΓΙΟΣ    ΣΟΥΡΗΣ      [1853-1919]



Αφιερωμένο  με όλη μου την αγάπη στους
τενεκέδες της τρόικα και της Ευρώπης.
Αθάνατε Σουρή κανείς δεν θα σε ξεπεράσει.
     
                 

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Μια παλιά αγαπημένη ανάρτηση λόγω ζέστης.

ΣΤΟΝ ΔΙΠΛΑΝΟ  ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

Στον διπλανό μου τοίχο κάποιος κλαίει
όμως αδύνατο να ακούσω το τι λέει
γλιστρούν τα λόγια κάτω απ' τις αλυσίδες
και λασπωμένες δεν γυαλίζουν οι ελπίδες
πάνε τρεις μέρες τώρα που όλο κλαίει
μα δεν ουρλιάζει για να πει ότι δεν φταίει
και το νερό του το ακούω που το χύνει
και το ψωμί του στα ποντίκια που το δίνει
ανοίγει ο φύλακας την πόρτα απαθής
και του πετάει, φτου σου πούστη να χαθείς
δεν είναι εδώ σκολειό να μορφωθείς
χέσε τούς άλλους κι υπόγραψε για να σωθείς
όμως εκείνος ποτέ δεν απαντά
έχει στο νου του μόνο τα βουνά
που στέκουν λεύτερα,περήφανα,ψηλά
και παίρνουν μόνο παλληκάρια αγκαλιά
έχει φτερά και θέλει να πετάξει
μα την καρδιά του με πασσάλους έχουν φράξει
μέσα απ'τούς τοίχους κάποια λύση αναζητάει
ψάχνει το νεύμα για να αρχίσει να πετάει
και να που σήμερα σταμάτησε το κλάμα
και ήταν σαν να έλαβα το πιο μοιραίο γράμμα
τρεις οι ημέρες που έκλαιγε μονάχος
τρεις και οι σφαίρες που ακούστηκαν στο βάθος.


Έρχονται φορές που μια μεγάλη απορία μου γεννιέται,καθώς προσπαθώ να δώσω μια εξήγηση στον εαυτό μου.Μια εξήγηση για το πως αφήσαμε την φλόγα της ελπίδας, να κοντεύει να σβήσει.Την φλόγα που έκαιγε μέσα μας και μας έλεγε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν,θα φτιάξουνε.Το  πιστεύαμε και περιμέναμε ότι κάποιος σαν και εμάς θα έρθει να μας ξεσηκώσει, όχι διαφορετικός και απόμακρος.Κάποιος που θα μας έλεγε, ρε λεβέντες καλά περνάμε,τα προς το ζείν μπόλικα αλλά υπάρχουν και στραβά σε τούτο το σύστημα τι λέτε δεν τούς κάνουμε κάνα μερεμέτι;Ναι,μπράβο μεγάλε κι εμείς μαζί σου.
Κάπως έτσι θέλαμε να ξεκινήσει η επανάσταση μας,εμάς που ζήσαμε στην διάρκεια της πολύχρωμης και ανατρεπτικής δεκαετίας,του '80,την εφηβεία μας.Τότε που γράφαμε ποιήματα,σαν το παραπάνω, στους ήρωες άλλων εποχών φυσικά αλλά με την ωφέλειά τούς στις πλάτες μας.Ήρωες ονομάζω εγώ όσους σκοτώθηκαν,βασανίστηκαν,εξορίστηκαν,ταλαιπωρήθηκαν και όσους έμειναν μόνοι,σε έναν αγώνα για την ελευθερία  και τα ιδανικά της πατρίδας μας.Άσχετα από τα πιστεύω τούς η την κατά μέρος εκμετάλλευση της θυσίας τούς από κάποιους,αυτούς εννοώ εγώ ήρωες,χωρίς κομματική πινελιά και την ρομαντική λαδομπογιά της. Έτσι αρχίσαμε να πορευόμαστε προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μας.Όμως αυτός που καρτερούσαμε για αρχηγό δεν ήρθε,ίσως να χάθηκε μέσα στους πολύχρωμους καπνούς της ντίσκο,ίσως να τον χτύπησε κάποια χρωμόμπαλα και ξέχασε,μπορεί και να αφομοιώθηκε στο infra-red κάποιας αγάπης του.
Μήπως όμως ήρθε πραγματικά και ήμασταν εμείς οι στραβοί και δεν τον είδαμε,χαμένοι η χωμένοι μέσα σε δέσμες λέιζερ και πεντοχίλιαρων;Πέρασε από δίπλα μας και δεν τον πήραμε χαμπάρι;Ντροπή μας και αίσχος.Φαίνεται μας παραπήρε ο ύπνος στα ανατολικά πιτσιρίκια και χάσαμε άλλη μια δεκαετία.Και τώρα που αρχίζουμε να στεγνώνουμε απ' έξω κι από μέσα μας έρχονται αυτές οι ρημαδιασμένες οι τύψεις να μας ζητήσουν το λόγο. Ποιος ήταν τελικά ο ήρωας μας,ο αρχηγός που περιμέναμε,πέρασε δίπλα μας και δεν τον εννοήσαμε η χάθηκε για πάντα;Μέσα σ'αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα ένα βέλος καπνού έρχεται μας σημαδεύει και μας σφηνώνεται στο μυαλό σαν δάχτυλο θεϊκό που σου ζητά την καλήν απολογία.
Ήμασταν εμείς αυτό που περίμεναν οι άλλοι τελικά, ή μόρια και μεις του μεγάλου αρχηγού που ποτέ δεν εκλύθηκαν για να τον συγκροτήσουν;Μήπως αφήσαμε άλλους να κάνουν παιχνίδι και τώρα γκρινιάζουμε που τα χάνουμε όλα.Στεκόμαστε με τις χούφτες ανοιχτές και δεν βλέπουμε των άλλων που είναι διάτρητες.Τώρα που η φλόγα της ελπίδας μας παραπαίει ψάχνουμε παραισθησιογόνα για να την φουντώσουμε αλλά εκείνη  μόνο με την αλήθεια γιγαντώνεται.Ας κρατήσουμε την ελπίδα ζωντανή,όπως μπορεί ο καθένας,για να την ξανασμίξουμε και πάλι, πρέπει να φουντώσει για να περάσει τον ωκεανό που φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα.Αν σβήσει χαθήκαμε για πάντα.

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

ΡΑΜΑΛΑ

Γιατί του κόσμου οι προεστοί σιωπούν
Αυτοί που αυτοκηρύσσονται πατέρες
Και τα κλειδιά της ηθικής κρατούν
Κι ορίζουνε τους νόμους;

Γιατί φωτιά σκορπούν οι νύχτες στη ραμάλα
Κι οι μέρες βάφουν κόκκινα τα κράσπεδα
Με των μικρών παιδιών τ'αθώο αίμα
Που πέταξαν τη σάκα,τα κονδύλια τους

Και σφεντονίζουν πέτρες στα ελικόπτερα
Στα τάνκ,στα πολυβόλα,
Για ν'αποχτήσουν λίγο χώμα και νερό
Και ενα γήπεδο να παίζουν;

Γιατί οι Τιτάνες είναι ακόμα ζωντανοί,
Πρωτόγονοι θεοί με αρχαία δίψα
Που αποζητούν τη φρίκη των θνητών
Xωρίς ο πόνος των ανθρώπων να τους φθείρει;


        AΔΡΙΑΝΟΣ   ΚΑΖΑΣ

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

ΠΑΛΙ ΒΡΕΧΕΙ

Πάλι βρέχει.
Στα παράμερα τριόδια
οι ψαλμοί θρηνούν που εδιάβαζες στόν όρθρο.
Μυροβόλησε η ψυχούλα σου η ευωδιά
το κορμί σου, σε μια δέησιν ολόρθο.

Πάλι βρέχει.
Στου κελιού τ'άραχνα τζάμια
κλαίν μυστηριακές αγιογραφίες,
που ήλιοι με το αίμα τους ζωγράφιζαν
στις λιβανιστές σου ψαλμωδίες.

Πάλι βρέχει.
Σαν αντίφωνο μέσ'τη θαμπή σου μνήμη
η κλαιάμενη βροχή.
Λές της φύσης που είναι η προσευχή.
Και η ψυχή σου κλαίει κάτι που αποθυμεί.

Πάλι βρέχει.
Τι σε θέλουν οι καημοί που λέν' θυμήσου.
Οι ψαλμοί τους βρόχινοι
μούσκεψαν την άσπιλη ψυχή σου
και στα δάκρυα δεν αντέχει.
Πάλι βρέχει.


    ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ   ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ

               [1880-1952]




Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Παπά, μια κόρη αγάπησα
και  μ'αγαπούσε σαν τρελή
μια μέρα την αγκάλιασα,
πήρα το πρώτο της φιλί.
Παπά,τι συλλογάσαι.

Άν την αγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νά'σαι.

Μια μέρα εκείνη ερίχτηκε
στην αγκαλιά μου ντροπαλή,
κι αμάρτησα κι αμάρτησε
όχι μονάχα με φιλί.
Παπά,τι συλλογάσαι.

Άν την αγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νά'σαι.

Μια μέρα την παράτησα
την όμορφην αμαρτωλή
και δεν της ξαναζήτησα
μήτε αγκαλιά μήτε φιλί.
Παπά,τι συλλογάσαι.

Δεν την αγάπησες πολύ
καταραμένος νά'σαι.


ΙΩΑΝΝΗΣ  ΠΟΛΕΜΗΣ

   [1866-1924]



Υ.Γ.    Με όλες αυτές τις  μπούρδες που μας έχουν γεμίσει
το κεφάλι έχουμε ξεχάσει και έρωτες και αγάπες,ευκαιρία
λοιπόν να τα θυμηθούμε.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012


ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΝΕΚΕ ΕΛΓΙΝ ΣΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ ΑΒΒΑ ΦΟΥΡΜΟΝΤ

Τα τελευταία τριάντα χρόνια το όνομα του ξεφτίλα λόρδου Έλγιν ακούστηκε άπειρες φορές με αφορμή τον αγώνα που έχει ξεκινήσει για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα.Αν και ποτέ δεν πρόκειται να μας επιστραφούν,κατά καιρούς γίνονται κάποιες απελπισμένες προσπάθειες.Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν για ένα γαλλικό τομάρι που έδρασε γύρω στο 1730 στην Μάνη και στην περιοχή της αρχαίας Σπάρτης.Χίλιες φορές χειρότερος και καταστροφικός από τον Έλγιν.
Γεννημένος το 1690,διδάχθηκε την ελληνική,την εβραίικη,και την συριακή γλώσσα.Κατόπιν το 1720 χειροτονήθηκε κληρικός και στην συνέχεια έγινε καθηγητής συριακής στο γαλλικό κολέγιο.Καθώς και διερμηνέας στην βασιλική βιβλιοθήκη.Τον Φεβρουάριο του 1728 μαζί με τον ανιψιό του φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να εφοδιαστούν με ειδικό φιρμάνι από τον σουλτάνο Αχμέτ τον Γ'.Αυτό του έδινε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους αρχαιολογικούς χώρους ήθελε στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.Τον φουρμόντ έστελνε στήν Ελλάδα ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο ΙΕ,καλός μπινές κι αυτός,με την εντολή να συλλέξει χειρόγραφα και αρχαιότητες,που θα ήταν εύκολο να μεταφερθούν στο Παρίσι.Με αυτόν τον τρόπο έγιναν τρανά πολλά μουσεία και βιβλιοθήκες στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική.
Πρώτος σταθμός του Γάλλου ιερωμένου ήταν η Αθήνα όπου και διέμεινε πέντε μήνες,κατόπιν πέρασε στήν Πελοπόννησο.Αφού ξεσήκωσε οτι μπορούσε απο την Κόρινθο,την Αργολίδα,την Αρκαδία και την Αχαία κατέληξε στήν Μεσσηνία.Είχε μαζί του το μουσουλμανικό φιρμάνι επειδή όμως στην Μάνη υπήρχαν δυνατοί καπεταναίοι,σκέφτηκε οτι θα ήταν καλύτερο να τούς καλοπιάσει.Τούς έστειλε λοιπόν ενα γράμμα αν μπορούσε να επισκεφτεί την περιοχή τους και εκείνοι τον δέχτηκαν.Κρατώντας τον Παυσανία στο χέρι δήλωνε λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού,έτσι τον καλοδέχτηκαν και του έδωσαν το ελεύθερο να κινείται όπου θέλει.Έφτασε στόν Μιστρά και ξεκίνησε το ψάξιμο.Σε ενα μεσαιωνικό τείχος ανακάλυψε ενεπίγραφες αρχαίες πλάκες και αμέσως προσέλαβε εργάτες και άρχισαν το ξήλωμα.Έπειτα ανακάλυψε στο τείχος των Παλαιολόγων είκοσι ενεπίγραφους λίθους οι οποίοι είχαν την ίδια τύχη,τώρα οι εργάτες που είχε μισθώσει έφταναν τούς πενήντα.Επί 53 συνεχώς ημέρες δέν άφησε στήν κυριολεξία λίθον επί λίθου,στον Μιστρά,στήν Σπάρτη και στις Αμύκλες.Σκάβοντας και γκρεμίζοντας ανακάλυψε περί τις 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε και διάφορα ανάγλυφα,αναθήματα και μικροτεχνήματα τα οποία πήρε στήν πατρίδα του.Πολλές φορές έφτανε σε σημείο να καταστρέφει εντελώς κάποια αρχαία τείχη η οικοδομήματα προκειμένου να πάρει αυτό που ήθελε.Απο κάποιο σημείο και μετά έγινε ΄βάναυσος,κατεδαφίζοντας οτι αρχαιοπρεπές έβρισκε μπροστά του και το εκπληκτικό είναι οτι καυχιόνταν για τούς βανδαλισμούς.Χωρίς δείγμα ντροπής έγραφε σε κάποιον φίλο του φρενέ τον Απρίλιο του 1730.
Τα ισοπέδωσα όλα,τα ξεθεμελίωσα όλα,εδώ και ενα μήνα συνεργεία απο 30 και 40 εργάτες γκρεμίζουν,καταστρέφουν και εξολοθρεύουν την Σπάρτη,για να είμαι ειλικρινής και εγώ απορώ με αυτήν την εκστρατεία,κανείς ως τώρα δεν είχε αποφασίσει να κάνει κάτι τέτοιο.Μέχρι τώρα όλοι έβλεπαν,θαύμαζαν αλλά κανείς κατέστρεφε,δεν ξέρω αν υπάρχει πράγμα πιο ικανό να δοξάσει μια αποστολή απο το να σκορπίσεις στους ανέμους την στάχτη του Αγησιλάου.Οι Αμύκλες είναι πολύ κοντά για να αντισταθώ στον πειρασμό,έστειλα εργάτες να γκρεμίσουν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνα,φανταστείτε την χαρά μου.Αν είχα άνεση χρόνου  θα πήγαινα στήν Μαντινεία,στο παλλάδιον,στήν Τεγέα,έχω την δύναμη να φέρω ανω κάτω ολα αυτά τα μέρη.
Δύο εβδομάδες αργότερα έγραφε στόν πρεσβευτή της Γαλλίας στήν Κωνσταντινούπολη για να δικαιολογήσει τους βανδαλισμούς.
Βρίσκομαι σε έναν φοβερό τόπο στην περίφημη Μάνη,κακός λαός κι είμαι ευτυχής που γλίτωσα..Φεύγω απο την βάρβαρη πατρίδα τούς χωρίς να αποκομίσω τίποτα αξιόλογο για τα έξοδά μου τουλάχιστον.Για να ξεσπάσω,για να εκδικηθώ αυτο το σκυλολόι,ρίχτηκα πάνω στίς αρχαιότητες,την έσβησα την ανασκάλεψα,την ξεθεμελίωσα δεν έμεινε τίποτα απο την πόλη των προγόνων τούς.Οτι είχε γλυτώσει απο τις θεομηνίες τόσων αιώνων το αποτελείωσα εγώ και είμαι περήφανος που είμαι ο πρώτος που το τόλμησα,ούτε οι Βενετοί ούτε οι Τούρκοι είχαν απλώσει χέρι,είμαι χειρότερος κι απο τον Αλάριχο.
Σε μια άλλη επιστολή στόν καρδινάλιο Φλερύ γράφει άλλους λόγους για τις καταστροφές.
Σεβασμιότατε ήρθα εδω για την ανακάλυψη παλαιών χειρογράφων αλλα δεν βρήκα τίποτα,αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος δεν κράτησαν τίποτα απο τούς προγόνους τούς,μόνο την αγάπη για την ελευθερία και την μανία του πολέμου.Το ονειρό τους είναι να αποκτήσουν όπλα,τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φισέκια τους.Έριξα λοιπόν την θλίψη μου επάνω στις αρχαιότητες που κατά την γνώμη μου έκρυβαν θησαυρούς για τα γράμματα,βρέθηκαν κίονες,ανάβαθρα,ενεπίγραφες μετώπες,να τα αφήσω για άλλους.Κατέστρεψα τα λείψανα αυτής της υπέροχης πολιτείας,εχω όμως τον τρόπο να την αναστήσω στο πνεύμα των ανθρώπων ακόμη και των πιό μακρινών γενεών,έχοντας καταρτίσει καταλόγους των ιερών και των ιερειών της.
Ο φουρμόντ ίσως να είχε διατελέσει μεγάλο έργο καταγράφοντας όλες εκείνες τις αρχαίες επιγραφές,το μυαλό του όμως ήταν σαλεμένο απο την μεγάλη διαμάχη που υπήρχε την εποχή εκείνη μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας για την απόκτηση ολο και περισσοτέρων αρχαιοτήτων.
Χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατούσε είναι ενα απόσπασμα απο γράμμα του στόν Ιταλό μισσιονάριο Ντομένικο ντελλαρόκα.
Δεν άφησα λίθον επί λίθου,βρίσκομαι σε παραλήρημα χαράς που κατόρθωσα να καταστρέψω ολότελα αυτές της ξακουστές πολιτείες,έτσι όπως γίνεται σε πόλεμο,το έκανα για την Γαλλία,για την αυτού εξοχότητα.
Ετσι ο φουρμόντ αφού κατέγραφε τις επιγραφές έβαζε εργάτες και με το καλέμι έσβηναν τα γράμματα,σε σημείο να είναι αδύνατο να διαβαστούν.Παρά πολλά έγιναν κομμάτια λόγω της αδυναμίας του να τα μεταφέρει.Η διαμάχη των δύο αυτών κρατών έφτανε σε ακρότητες οπως στήν δήλο το1639 όταν Άγγλοι και Γάλλοι μοίρασαν το κεφάλι του Απόλλωνα,πριονίζοντας το κάθετα,απο το μέτωπο ως το πηγούνι.Φυσικά ο φουρμόντ είχε σαλέψει ευρισκόμενος στήν πρώτη γραμμή αυτής της αντιπαράθεσης.
Και φυσικά δεν ήταν ο μόνος βάνδαλος που έδρασε η θα δράσει στον ελληνικό χώρο.

Σήμερα σερνόμαστε πίσω απ τον κάθε λογής ευρωπαίο για να μας σώσει απο την δήθεν κρίση,φαίνεται οτι η ιστορία δεν μας διδάσκει τίποτα.Σερνόμαστε λοιπόν πίσω απο γερμανούς απο γάλλους η άγγλους μήπως τραβήξουνε λίγο παραπάνω την  οικονομία μας να μεγαλώσει και ξεχνάμε οτι στίς  δύσκολες στιγμές εκείνοι καραδοκούσαν να αρπάξουν τα κομμάτια μας.Η Ελλάδα είναι φτιαγμένη απο τον Θεό η την φύση να δίνει πάντοτε και σήμερα έχει να δώσει περισσότερα.Αλλά οχι για τούς άλλους.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΛΕΟΝ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

                        ΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΙΣΩ


Υ.Γ.  Στις αυριανές  εκλογές ας σκεφτούμε όλοι ποιοι είναι
οι φίλοι μας και αν υπάρχουν.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

ΜΑΝΑ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ

Αν  μας χαρίσουν το Χριστό
θα τον σταυρώσουμε
Αν μας τον κλέψουν
θα σταυρωθούμε.

Γεύση γλυκεία με μυρωδιά από κόπο
έχει μόνο ότι από μέσα μας ζυμώνουμε
Ευλογημένο καθημερινό Χριστόψωμο
που με το είναι μας σε σταυροβελονιά κεντάμε.

Και δεν μας λείπει,αφού
σαν μάνα εξ ουρανού τ'αναπληρώνουμε
ούτε ζωή,μας περισσεύει προς Θεού
για να πετάμε.



             ΚΑΛΛΙΟΠΗ    ΤΣΙΚΗ - ΜΠΙΜΠΑΣΗ.  Ν.Υ.

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα παιδιά,τα παιδιά,να σώσουμε τουλάχιστον τα παιδιά,φώναξε κάποιος μέσα απ' το πλήθος και το έκανε να σωπάσει.Σ' όλους τους δρόμους χύθηκε  μια ησυχία που το μαζεμένο εδώ και μήνες πλήθος έξω από την βουλή,είχε σχεδόν ξεχάσει.
Να σώσουμε τα παιδιά......ήρθε ο αντίλαλος από τους κάτω   δρόμους
και έκανε το πλήθος να μην μπορεί να σαλέψει.Μόνο οι σημαίες που έπαιζαν απ' τον αέρα φανέρωναν ζωή.Κάτω απ' τον ουρανό κάτι μεγάλα,βαριά γκρίζα σύννεφα συμπλήρωναν ένα κομμάτι ζωγραφιά  από πίνακα του Ιερώνυμου μπός.
Έσκυψα ν τότε μέσα τους και αναρωτήθηκαν με πίκρα.
Αραχνιάσαμε τόσους μήνες πάνω σ' αυτούς τους δρόμους διεκδικώντας τα δίκιο για τις ανάγκες που εμείς δημιουργήσαμε.
Τι κάναμε τόσα χρόνια για τα παιδιά;Εμείς ήμασταν τα πιόνια των
μεγάλων στα παιχνίδια τους.Εμείς ανεχτήκαμε το ρουσφέτι,την μίζα,το λάδωμα και τόσες άλλες πληγές που τώρα μας αιμορραγούν.Εμείς δανειστήκαμε ασύστολα για να καλύψουμε όχι την ανάγκη μας αλλά την ματαιοδοξία.Εμείς φυτέψαμε στα παιδιά μας τον  νόμο του δυνατού και την αλαζονεία του.Εμείς καταστρέψαμε κάθε τι ηθικό πάνω στο βωμό της καλοπέρασης  με το πρόσχημα εξέλιξης.Εμείς τους δώσαμε την ευχή μας να κουρελιαστούν  μπροστά σε άθλιες τηλέ-επιτροπές  αξιώνοντας ότι
μόνο τα δικά μας αξίζουν.Με το πρόσχημα τους απατήσαμε και κλέψαμε οτι μπορούσαμε για να τους εξασφαλίσουμε τον σάπιο κόσμο εξ απαλών ονύχων,που εμείς είχαμε εγκρίνει.
Εμείς,εμείς,εμείς, χιλιάδες πολιορκούσαν βουβά όλο εκείνο το πλήθος που κατσούφιαζε και ζάρωνε σιγά-σιγά από τα ένοχα ερωτηματικά  που το βασάνιζαν.
Κουρασμένοι από το βάρος  της ευθύνης άρχισαν να κάθονται κάτω στο δρόμο πιάνοντας το κεφάλι με τα δυο τους χέρια.
Όλο και βάραιναν και έσκυβαν ώσπου τα πρόσωπα τους χώθηκαν 
στην πίσα της ασφάλτου.
Δεν σάλεψε για μέρες και μήνες κανείς,περνούσαν από μέσα τους
τα αυτοκίνητα,οι παρελάσεις οι τουρίστες που τους τραβούσαν με κάτι σύγχρονες μαγνητικές μηχανές, από αυτές δείχνουν πως ήταν περίπου κάποιο αρχαίο αντικείμενο.
Πέρασαν από μέσα τους βροχές χιόνια και αστρικές καταιγίδες κι αυτοί εκεί ακίνητοι ζητώντας λύτρωση η ελευθερία.
Ώσπου ξανακούστηκε αυτή η ικετευτική φωνή  να αντηχεί μέσα τους.
Να σώσουμε τα παιδιά,να σώσουμε τα παιδιά τουλάχιστον.
Σηκώθηκαν τότε όρθιοι σε γραμμές παράταξης κι άρχισαν να φυσάνε την ξεχασμένη τους πνοή,την κοιμισμένη δύναμή τους.
Ένα αεράκι ήσυχο στην αρχή, που δυνάμωνε  και γινόταν μανιασμένος άνεμος  λίγο λίγο από 'κείνους τους ύπουλους που σε πιάνουν  στο πέλαγος και δεν γλυτώνεις.
Άρχισε να παρασύρει ότι έβρισκε στο πέρασμά του,δεν έμειναν ούτε ασπίδες,ούτε χημικά,ούτε κράνη.
Σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα του άρχισε να σφυροκοπά 
αλύπητα τα καλά παράθυρα της βουλής και τους χοντρούς πέτρινους τοίχους.
Με πείσμα κατάφερε να την γκρεμίσει κάνοντας την ένα σωρό 
από ερείπια και από πάνω σαν πέπλο έπεσε η γαλανόλευκη σημαία να κρύψει το αίσχος που θύμιζε.
Μόνο το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη έμεινε ανέπαφο και έκανε τους τόσους σκοτωμένους να ριγήσουν  από την τόση φασαρία.
Τότε σηκώθηκε ένας,ο αρχαιότερος,τίναξε από πάνω του την σκόνη της λήθης,στάθηκε μπροστά στο πλήθος και είπε δυο λόγια
που κανένα πολιτικό στόμα  δεν είπε ποτέ.
                ΠΡΟΣΚΥΝΩ   ΤΗΝ  ΦΤΏΧΕΙΑ  ΣΑΣ





       

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΗΝ ΟΚΑ

Ήσουνα  νειά κι αρχόντισσα  
τώρα σε λέν' γερόντισσα
γι αυτό χτυπάν λυπητερά κι οι μπαγλαμάδες
γιατί τραγούδια ευτράπελα
πως να στο πω,ρε κάπελα
δεν πάν ποτέ με το κιλό,θέλουν οκάδες.

Πόσες φορές συντρόφισσα
με σένα εφιλοσόφησα,.
Πόσοι καημοί,πόσα σεκλέτια,πόσα πάθη
εσβήσανε σαν το'πινα
και κοίταζα τ'ανθρώπινα
απ'τα δικά σου τα ολοφώτιστα τα βάθη.

Παρέα με τη λύπη μου
και με το καρδιοχτύπι μου
έπινα απο το πνεύμα σου το θείο,
κι απ' την δουλειά σαν γλύτωνα
με το μπεκρή το γείτονα
μια οκαδίτσα κοπανούσαμε στα δύο.

Και ο καιρός σαν άλλαζε
και μέσ' τα φύλλα εστάλαζε
το τραγουδάκι μιάς βροχούλας παιχνιδιάρας,
εμείς γελώντας κλαίγαμε
και κλαίγοντας το λέγαμε
στο ρέ ματζόρε μιάς μεσόκοπης κιθάρας.

Πρίν πας να βρείς το θάνατο
και γίνεις παλιοκάνατο
θα' ρθώ το βράδυ να σε βρω,μην το ξεχάσεις,
δεν θα' ρθω πάλι μόνος μου
θά'ναι μαζί κι ο πόνος μου
με τη στερνή σου τη σταλιά να μας κεράσεις.


        ΤΙΜΟΣ    ΜΩΡΑΙΤΙΝΗΣ   [1875-1952]

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

TO ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ

Κάποια μέρα θά'λθω να σου στολίσω
το μέτωπο με τ'άνθη του Μαγιού
κάποιαν άνοιξη πάλι θα γυρίσω
στα αθάνατα φτερά του τραγουδιού.

Ακατάλυτο εγώ και δεν πεθαίνω
τ'ανέσπερο είμαι πνεύμα της φυλής
καιρούς και χρόνους μ'έλεγες χαμένο
με γύρεψες; Στα στήθια σου με κλείς.

Λιγόψυχος μην είσαι,δεν ταιριάζει.
Επάνωθέ μας ο ουρανός περνά;
Μιάς μπόρας είναι οι τύραννοι χαλάζι
νικήτρια η ξαστεριά παντοτινά.

Κι εκεί που λές ποιός ζωντανός πια μένει;
Τα κόκκαλα στα μνήματα βλογώ,
και να,στο φώς πετιούνται οι αντρειωμένοι.
Φώς και ζωή κι ανάσταση είμαι εγώ.


    ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ    [1870-1944]

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

ΕΞΩ

Βγείτε επιτέλους απο τα καβούκια                                                           
όσο κρατάει ο χρόνος της παράτασης
σε λίγο να το ξέρετε δεν θα υπάρχει
ούτε χώμα για να κρυφτεί τε
μέσα στην φούσκα σας κρυμμένοι
μάθατε μια ζωή να παίρνετε
και να βιάζετε τα πάντα ακόμη
κι αυτήν την έρημη γη
χωρίς ποτέ να  έχετε ακούσει
την λέξη αντιπελάργωση.