Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ΛΕΣΒΟΣ

Μια σκιά ένα βράδυ
ενώ έσερνε φύλλα η αποτσίγαρα
ζεστός αέρας του Οκτωβρίου
αφού πέρασε μόνη την αγορά τις συνοικίες
τ' άρρωστα μέρη
βγήκε σε λεωφόρο δίπλα στη θάλασσα
με οικήματα μοναχικά και λεύκες.
Εκεί περπάτησε ώρα πολλή στα φύκια
πλάι στην άσφαλτο
κι όταν έφτασε εδώ στην άκρια του τοπίου
έτσι ολόμαυρη κυματιστή
σε μια πέτρα στάθηκε και είπε.

Η θάλασσα είναι φωνές πνιγμένων.
Γυναίκα που άφησε κάπου σε μιαν ακτή
πρίν τόσα χρόνια ίχνη περιπάτου
ξύπνησε μέσα μου και νοιώθω
με τη δική της όρχηση φωνής
φριχτά να νιαουρίζω σ' ένα σκοτάδι σάπιο
σαν ζώο τυφλωμένο ταράζοντας
τον ύπνο των νεκρών που πέρασαν
μια σκυθρωπή ζωή μέσ' το κιβούρι
αφήνοντας κάθε φορά που σέρνεται η κραυγή
έναν απόηχο.Κοίτα πιστεύοντας πως είμαι ' κείνη
κιόλας το σώμα μου.Bυζιά κοιλιά
οπή και μήτρα.Τώρα θα βγεί σε λίγο το φεγγάρι
μέσ' από βάθη κρεβατοκάμαρης βαμμένο
σαν πρόσωπο γριάς εταίρας-όνειρο της Εκάτης-
υπνωτισμένη θάλασσα θα κυματίσει
παντού γεμάτη κοριτσιού άγονο αίμα
στην παραλία σέρνοντας σαπρό καλάμι
νά' ναι από φυτό το ξύλο του η κόκαλο της πεθαμένης;
Kι εγώ θα πλάσω θηλυκό με άμμο ν' αγαπήσω
ίδιο κορμί που δώρισε άφοβα
πάνω σε άθλια κλίνη σε μια γυναίκα-γάτα
την ηδονή την άκαρπη έρωτα-σκύλου.

Είπε αυτά.Και όταν βγήκε ολόκληρη
κι υψώθηκε αργά η σελήνη
όρμησε μέσ' το κύμα.
Το άλλο πρωί δεν ήξεραν
το πτώμα που ανέσυραν εκεί
άντρας αν είναι η γυναίκα.


   ΣΤΡΑΤΗΣ   ΠΑΣΧΑΛΗΣ